α: θα
Στα φουρνιώτικα συχνά χανεται το θήτα
“ (Θ)ά 'ρτεις μωρή για καφέ;" (θα έρθεις)
“(Θ)α πάρω ένα στυλιάρι και α σας πάρει ο διάολος που γαβγκίζετε μεσημεριάτικα, εδωνά! "
Αγγειό, γκιογκιό : το ουροδοχείο, μτφ ο παλιάνθρωπος
Αγγειοχύστρα : (υβριστικό-υποτιμητικό) η παραδουλεύτρα, η παλιογυναίκα "...άκουσε οσα σερνει η σκουπα...εκείνη η αγγειοχύστρα!"
“Σιγά που θα αφήσω την κόρη μου να γίνει αγγειοχύστρα!”
αγγεριά, η : περιτριγυρισμενο χωραφι για βοσκη
Άε ! : Άιντε . Έκφραση όταν κατι δεν αρεσει σε καποιον: "Άε ! Μωρέ βλάκα !"
Ακονιζά, η : φυτό το οποίο απαιτεί πολύ νερό για την ανάπτυξή του.
Ακονιζάσει (έχω) : έχω αφυδατωθεί, έχω διψάσει πολύ
Αλαμαρίνα, η : η λαμαρίνα, το μεγάλο ταψί του φούρνου του χωριού . "3 αλαμαρίνες φοινίκια ψησαμε κουμπαρού...”
αληδόνα, η= μικρή, κιτρινόμαυρη σφήκα με διαστάσεις όσο κι η μέλισσα.
Αλιόρα, η: περιφραγμένο βοσκοτόπι
αμεκέλα, η : ( = άμε κι έλα, το άσκοπο πήγαιν' έλα). Οι γυναίκες στο νησί όταν ήθελαν να ξεφορτωθούν ένα ενοχλητικό παιδάκι, για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού, το έστελναν από θεία σε θεία να φέρει την αμεκέλα ( “πήγαινε στη θειά τη Μαρία να σου δώσει την αμεκέλα” ). Συνήθως εκείνη η θεία έλεγε στο μικρό : δεν την έχω εδώ, την πήρε η θεία η Κατίνα, πήγαινε να σου τη δώκει γιε μου ! Κι έτσι ο ανίδεος μικρός μπορούσε να περιφέρεται όλο το πρωί από θεία σε θεία κι απο την πάνω γειτονιά στην κάτω ψάχνοντας την αμεκέλα. Στο τέλος, η πιο συμπονετική θεία έλεγε στο μικρό να γυρίσει στο σπίτι του γιατί η αμεκέλα είχε πια βρεθεί και κάποιος την είχε πάει ήδη στη μάνα του!
Ομοίως, το παιδάκι μπορούσε να είχε σταλεί να φέρει την κρατητήρα ( να κρατηθεί και απασχοληθεί εκεί δλδ ) (τρέχα γιόκα μου να μου φέρεις την κρατητήρα από τη θεία σου, γιατί θα ζυμώσω τα κουλουράκια και μου χρειάζεται ! ).
Ακόμη χειρότερα, αν είχε κάνει κάποια ζημιά, το έστελναν στον πατέρα του να φέρει τη σηκωχτύπα ( να το δείρει ! )
άμετε (στο διάολο)και κάτσετε ! : άντε να χαθήτε !
αμπασά, η: το πέρασμα
Ανάγκασμά σε ! Ή Πανάγκασμά σε !: (κατάρα) αχ που να αναστενάξεις !
Ανεμογάμης : είδος γερακιού που πήρε το όνομά από το χαρακτηριστικό τρόπο πτήσης του
ανεμοκιόρης (το δεύτερο συνθετικό είναι μάλλον από το τούρκικης προελευσης κιορ-ή κάπως ετσι δηλ.τυφλός...) : ο αχάριστος άνθρωπος αλλά και αυτός που δεν ευχαριστιέται εύκολα.
αντιπίλαφος : όρος από το παιχνίδι λούκο
αξάι, το : το αντίτιμο σε είδος (δλδ μέρος του λαδιού και του αλευριού) που έδιναν οι αγρότες στο λιοτρίβι και στο μύλο, για να βγάλουν το λάδι τους και να αλέσουν τα σπαρτά τους.
Απογκαφή : συνήθως στην έκφραση “είδα την απογκαφή του/της “ : τον είδα που έστριψε, τον είδα να στρίβει στο δρόμο.
(Να) απογυριστώ : να εγκατασταθώ κάπου μόνιμα, με την έννοια του να κατασταλλάξω. Ίσως αρχικά να είχε την έννοια της οριστικής/τελικής επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα μας
"Λέμε ν’ απογυριστούμε πια του χρόνου στους Φούρνους, τότε που θα βγει στη σύνταξη ο πατέρας σου."
αποκαψίδα, η : μτφ. η επιθυμία που έμεινε απραγματοποίητη, συνήθως στην ακόλουθη έκφραση : "της έμεινε η αποκαψίδα" , ή "θα μείνεις με την αποκαψίδα! " δηλ. μόνο με την επιθυμία(πιθανώς από το κάψα=περιτύλιγμα καρπών).
Αποσπερίδα και αποσπερίζω : η βεγγέρα, η εσπερίδα. "Ας πάρει κάποιος ηλιόσπορο από τη Ζωή και ελάτε να αποσπερίσουμε !!!"
Αρρεβώνας : ο αρραβώνας
Ασυστήλωτος :
1.Ο ατημέλητος ( πάλι ασυστήλωτος είσαι...βάλε το πουκάμισό σου μέσα και χτενήσου ! )
2.Ο ανισόρροπος χαρακτήρας (μα τι ασυστήλωτος που είναι ο τάδε ! Ήρθε πάλι και μας έλεγε τις ανισορροπίες του ! )
άχεντρα, η : η οχιά
Αχου, μάχει...μάχειτας ! : έκφραση ευχαρίστησης, όταν κάτι που μυρίζουμε ευωδιάζει.
"Ας είναι": Φουρνιώτικη, περιφραστική ευκτική. Στα Νέα Ελληνικά, η ευκτική έγκληση του ρήματος δεν υπάρχει, αλλά εκφράζεται περιφραστικά. Πχ: ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος (γένοιο= μακάρι να γίνεις). Το ας είναι, κολλάει συνήθως στο τέλος μιας φουρνιώτικης πρότασης, όταν έχουμε ακούσει κάποιο καλό νέο κι ευχόμαστε να είναι αληθινό.
" Με πήρε τηλέφωνο το Μαράκι και μου είπε ότι η θεία είναι καλύτερα!"
"Μπράβο μωρή Άννα μου, ας είναι, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκε η κακομοίρα!"
Βαϊλίζω (ρήμα) : Νταντεύω
“Μας έχει όλη μέρα να βαϊλίζουμε το μωρό!"
Βαριστάς : βαριέσαι, κουράζεσαι-απογοητεύεσαι.
" Ε κουμπάρε, δε μπορεί να χάνεις κάθε λίγο και λιγάκι τα δίχτυα και ν' αρματώνεις όλο καινούργια ! Στο τέλος βαριστάς και τα παρατάς...
"Βασιλέψανε τα μάτια του" : νύσταξε
Βουλάω (να βουλήσω) : γκρεμίζω, κατεδαφίζω
"Φέρε μια βαριοπούλα να βουλήσουμε τον τοίχο !"
Βουρβούλακας : ο βρυκόλακας
Βουρβουλακιάζω : μτφ. μένω ξάγρυπνος/η
Βούργια, η και βουργιάκι, το : ταγάρι βοσκού
Βουρλίζομαι: τρέμω σαν το βούρλο από θυμό, τρέλα, πάθος-επιθυμία.
Συνήθως στα φουρνιώτικα με την έννοια του εξαγριώνομαι, τρελαίνομαι.
"- Θεία, α (θα) ψηφήσεις τον τάδε για Πρόεδρο; (παλιά οι Φούρνοι ήταν κοινότητα και οχι δήμος)
- Μωρέ, ας πάρω εγώ την άδεια για το καμαράκι που θέλω κι άστους να βουρλίζονται! (να τσακωνονται, να τρελαίνονται με τα προεκλογικά πάθη στο νησί)
Βροθακός , ο : βάτραχος
"Για τις εμπρός" : Για το μέλλον. Συνήθως χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια: Αυτό το πράγμα δεν έχει μέλλον, δε θα αντέξει στο χρόνο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά.
"Αυτά τα παπούτσια δεν είναι για τις εμπρός ! Τρεις μέρες τα φόρεσα κι ανοίξανε ήδη οι ραφές στο πλάι !"
Γαβριωμένος : ο ερωτικά ερεθισμένος. " Την είδα και ...γαβρίωσα ! "
Γανουτιάρης και γανουθιάρης : αυτός που κλέβει στο παιχνίδι, ο "μπαμπέσης" (δεν σε παίζω γιατί είσαι γανουτιάρης)....
γανουθιά, η : η κλεψιά στο παιχνίδι ( δε μετράει ! έκανες γανουθιά !!)
γαρτζουλώνω και γαρτζουλώνομαι, γρατζουλώνομαι ( αορ. ηγαρτζούλωσα και ηγαρτζουλώθηκα ) : σκαρφαλώνω, κρεμιέμαι από κάπου, αναρριχούμαι.
Γιάε ! γιάδε !: για δες, για κοίτα
γιαμπανά (επίρρημα): άδικα, μάταια ( γιαμπανά σου μιλάω τόση ώρα : άδικα σου μιλάω τόση ώρα ! )
Γιώθος, ο : το μαύρο σπυράκι, ο φαγέσωρας
γκάβω (αόρ. ήγκαψα) : στρίβω από μια γωνία στο δρόμο. Ίσως από την καμπή
"μωρή τον είδες από που ήγκαψε ;"
γκαγκανέβα, η: μεγάλη κούνια σε δέντρο (συνήθως πλατάνι). Φτιαχνότανε το Πάσχα από ένα μεγάλο ξύλινο μαδέρι της οικοδομής, του οποίου τα άκρα δενότανε με συρματόσκοινο σε ένα μεγάλο κλαδί. Στις άκρες του μαδεριού και κρατώντας το συρματόσκοινο, στεκότανε από ένα αγόρι σε κάθε πλευρά για να δείνει ώθηση στη γκαγκανέβα. Στη μέση καθότανε η υπόλοιπη παρέα (έως και καμιά δεκαριά άτομα ) οι οποίοι τραγουδούσαν. Η γκαγκανέβα ταλαντευόταν αριστερά-δεξιά κι όχι μπρος - πίσω όπως η κοινή κούνια.
Γκελεύομαι: ονειρεύομαι.
“Κα, μωρη κορη, γκελεύεσαι; Ξερεις τι λες;"
Γκελίδια : τα δώρα, τα πεσκέσια
γκλάβα, η (από το βουλγαρικό glava = γκλαβά, το κεφάλι ): το κεφάλι, το μυαλό
"αυτός κάνει ότι του κόψει η γκλάβα του !)"
Γκρίφια, τα: απότομα βράχια στη θάλασσα
κατάρα: να τον φάνε τα γκρίφια…(δλδ. να τον ξεβράσει η θάλασσα)
γλήορα : γρήγορα
(με τα γληορα σου=καντο γρηγορα)
Γλωσσεύω : αντιμιλάω, αυθαδιάζω (συνήθως προς μεγαλύτερους)
"Μη γλωσσεύεις, γιατι θα τις αρπάξεις !"
"Το είδες το αναθεματισμένο, τι γλωσσάδικο που είναι ;!"
Γουβρίζω : πέφτω κάτω. Όχι όμως με την έννοια του σκοντάφτω, όσο με την έννοια του λυγίζουν τα γόνατά μου από το βάρος και πέφτω στο έδαφος. Ίσως σχετιζεται με τη γούβα.
“Τον εφορτώσανε ένα τσουβάλι καλαμπόκι και γούβρισε μες στο σοκκάκι!"
γουργουκιάζω : πνίγω κάποιον. Ίσως από το θόρυβο που κάνουν οι μπουρμπουλήθρες του νερού.
"άμα σε πιάσω θα σε γουργουκιάσω !¨
γραντίζω (αορ.: ηγράντησα) = στεναχωριέμαι-απελπίζομαι αλλά και στεναχωρώ κάποιον
“με γραντίσανε τα αναθεματισμένα!”
“γράντισα σήμερα με τον ταδε!"
γρυλώνω:
1. πνίγομαι με μια μπουκιά φαγητού, αλλά και
2. υψώνω τον τόνο της φωνής μου σε κάποιον, του επιτίθεμαι φραστικά
“Τι μου γρυλώνεις βρε σαμιαμίδι ; Μια θα φας και θα μπλάσεις ! "
Γυρουλιό, το: η βόλτα, η τσάρκα, αλλά στον υπερθετικό της βαθμό και με αρνητικό νόημα.
"Δε χορτάσατε πια τόσο γυρουλιό στο νησί, θέλετε κι άλλο ; "
διάκι, το : η λαγουδέρα, το τιμόνι της βάρκας
Εεεε μα, πια!: Συνηθισμένη εισαγωγή αγανάκτησης στα φουρνιώτικα. Ξεκινάει πάντα με ένα μακρόσυρτο "Έεεεεμα" που ακούγεται σαν μια λέξη για να δώσει τη δέουσα έμφαση στην αγανάκτηση του ομιλητή και το “πια" που ακολουθεί με τη δεύτερη ανάσα.
"Έεεεεμα, πια, δεν κρατήθηκα και του τά'ψαλλα κι εγώ!"
έξινος και άξινος :
1. όταν καποιος ρεύεται, ο διπλανός του ενοχλημένος του λέει : " έξινος και ξερός !"
2. επίσης όταν κάποιος λέει παρατεταμένα "εεεεεεεεε, " ή "ααααααααααα, " τότε ο άλλος των αποστωμώνει λέγοντας " έξινος !" ή " άξινος !" αντίστοιχα.
Έτσαδας, έτσιδας και άτσιδας!: έτσι δα
εψιμο,πρωιμο,ημερωτο : λεξεις για κατσικια
Ηπόλυκε: απέλυσε το ποιμνίο, τελείωσε η Εκκλησία
“ηπόλυκε η Εκκλησία, Κατίνα;"
Ηυοί ( διαβάζεται ως ιβί): επιφώνημα θαυμασμού που μας έρχεται από τις ικαριωτίνες γιαγιάδες μας. Από το αρχαίο ελληνικό "ευοί-ευάν", βακχικό επιφώνημα χαράς, σε κείμενα τραγουδιών, κάτι ανάλογο με το υγίαινε ή χαίρε!
Στα φουρνιώτικα όμως το επιφώνημα, με πολύ μακρόσυρτο ί, έχει πάρει αρνητική χροιά απογοήτευσης κι απελπισίας, όπως φαίνεται στα παράδειγματα που ακολουθούν:
Ηυοίίίί μωρή κόρη, δε θα ξεμπερδέψουμε με τα φοινίκια απόψε!
Ηυοίίίίί, πάλι χύθηκε το γάλα!
Ηυοίίίί...πάλι πιάσανε την τάδε με τον τάδε!
Θαρρεύομαι : τολμάω, συνήθως στην έκφραση "δε θαρρεύομαι να ..." : δεν τολμάω να κάνω κάτι, φοβάμαι να κάνω κάτι.
"Δε θαρρεύομαι ακόμη ν' αφήσω τα παιδιά μόνα τους, είναι πολύ μικρά !"
Θυμησουλιά : η θυμηση. "Ήντα θυμησουλιά ήταν αυτή; = που το θυμήθηκες τώρα αυτό; "
Κα ! : επιφώνημα απορίας, θαυμασμού, έκπληξης.
κα, κοντόδα ! : κα, για δες !
καβατζάρω : να παω να ανεβω-περάσω συνήθως ένα λόφο
"θελω να καβατζαρω τον Αη-Γιωργη!!!!” (ομώνυμος λόφος των Φούρνων)
καβατζουρίδα : η στροφή
καΐλιανε (γ’ ενικό αορίστου): με πόνεσε πολύ
“έπεσε μια πέτρα στο πόδι μου και με καΐλιανε!"
κακοβέσουλος, -η : ο ατιμέλητος
καλάθρωπας=φυτίλι για καντήλι
Καλοκατσού : μικρό θαλασσοπούλι
κάμπια : μτφ η άσχημη γυναίκα
Κάμπος, ο : έτσι λένε οι Χρυσομιλιώτες το χωριό των Φούρνων, την πρωτεύσουσα του νησιού.
Κάνα : τρίχα;
"σηκώθηκε η κάνα μου = ανατρίχιασα "
κανί (τα κανιά) : τα πόδια.
"Μάζεψε τα κανιά σου!" .
“Στο κανί του στέκεται !” = ειναι ετοιμος για καβγα!!!!!
Καντούνι, το : στενό δρομάκι
καουζά, η : η αταξία, η ζημιά που κάνει κάποιο παιδάκι
καρίβολας, ο (πληθ. οι καριβόλοι) : σαλιγγάρι
Καρικώνω : ράβω ;
Καρνεύομαι: είμαι σε οίστρο, ερωτική διέγερση. Λέγεται για άλογα/γαϊδούρια και μεταφορικά για ανθρώπους.
Κάρονας : ο βλαστός του φρέσκου κρεμμυδιού
Κάρπης, ο : ο τεμπέλης!
“Μα τι κάρπης που είσαι αδερφάκι μου! Από χτες σε παρακαλάω για τα δίχτυα!"
Κατημέρια, τα: οι παραδοσιακές πιτούλες των Φούρνων πιθανώς να έχουν και Μικρασιάτικη καταγωγή, αφού αναφέρονται και στο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα». Φτιάχνονται με αλεύρι, ανοίγονται συνήθως στο σχήμα ενός δίσκου, όσο ένα μικρό πιάτο και τηγανίζονται. Έπειτα τυλίγονται σε ρολό, με τριμμένο τυρί στο εσωτερικό τους και τρώγονται έτσι.
κατσικαριό: το μαντρί για τις κατσίκες
Καφτερό : ειδικό πολυάγγιστρο για καλαμάρια
κλιτσινάρια (τα, ουσιαστικό) : τα αδύναμα-λεπτα πόδια.
"Μάζεψε τα κλιτσινάρια σου να περάσω !"
Κλούβος, ο: ο γοφός, το ισχίο. Πιθανώς να προέρχεται από το κλωβός, κάνοντας παραλληλισμό με το σχήμα της πυέλου(λεκάνης) του ανθρώπινου σώματος.
"Μάνα μου, τι περπάτημα ήταν αυτό! Με πόνεσε ο κλούβος μου! Ξεκλουβιάστηκα!
κλουμπάω: κολυμπάω, από κει και το Κλουμπητό, ο μικρός όρμος-εσοχή στα αριστερά του μεγάλου κόλπου των Φούρνων, όπου πήγαιναν απόμερα για κολύμπι οι μεγάλες γυναίκες
κοιλιμπούρης : ο κοιλαράς
Κοκαλίτης : στερνο,θωρακας
κολιά, ή : (προφέρεται κολ-ι-ά ) η κολλεγιά, ο συνεταιρισμός
κονιζίτης και κονιζιτάκι : μικρό πουλάκι που μοιάζει με σπουργίτι αλλά μικρότερο σε μέγεθος. Μτφ ο μικρόσωμος, αδύνατος άνθρωπος.
κοντοστάσου: στάσου για λίγο, περίμενε για λίγο
Προστακτική του κοντοστέκομαι, που επισης χρησιμοποιείται και στο παρελθόν για να δείξει κυρίως αμφιβολία, δισταγμό: "κοντοστάθηκα στο στενό, για μια στιγμή, γιατί δεν ήξερα προς τα που να στρίψω."
Κοπελεύομαι: (για κορίτσια) αρχίζω να συμπεριφέρομαι όπως οι γυναίκες, "ξεπετάγομαι" στην εφηβεία.
"Ήταν δεν ήταν 12 χρονών όταν άρχισε να κοπελεύεται ! "
κουκουμαύλα,η : Η κουκουβάγια και μτφ η άσχημη γυναίκα.
κορδίζω και κουρδίζω : κοροϊδεύω κάποιον
κο(υ)ρδισμένος : θυμωμένος, εξαγριωμένος
κορδομανίτης, ο : δηλητηριώδες μανιτάρι, επειδή όποιος το τρώει “τα κορδώνει” δλδ πεθαίνει
Κουκούισα: ζαλιστηκα . "μανα, μανα θα κουκουισει το κεφαλι μου με τόση φασαρία!"
κουκουμαύλα (η, ουσιαστικό) : Η κουκουβάγια και μτφ η άσχημη γυναίκα.
"Α, μωρή κουκουμαύλα !"
κουλάδια : τα άκρα.
"μαζεψε τα κουλαδια σου!” =μαζεψε τα ποδια σου η τα χερια σου
κουμπάνια, η : οι αποθηκευμένες προμήθειες, τα εφόδια.
“Ηκατέβηκα στον Κάμπο κι ήκαμα τις κουμπάνιες μου για το χειμώνα !”
Κούνευλα : τα πόδια
“Μάζεψε τα κούνευλά σου!"
Κουρκούδιαλος, ο: η τοπική μικρή σαύρα των Φούρνων, που κατοικεί ανάμεσα στις χαραμάδες που σχηματίζουν οι πέτρες στις πεζούλες του νησιού.
κούρουμπλα , τα: κορόμηλα
κουσέλι, το : κουτσομπολιό.
"βραζει το κουσελι βραζειιιιιιι!!!!!!!!!"
κουσελιάρης : ο κουτσομπόλης
κουτουμάω : κουνάω το κεφάλι μπροστά-πίσω, όταν συμφωνώ με κάτι ή όταν με παίρνει ο ύπνος και λαγοκοιμάμαι καθιστός και πέφτει το κεφάλι κάθε λίγο και λιγάκι
“κοίτα το, κουτουμάει από τη νύστα, αλλά δε θέλει να πάει στην κούνια του, εδώ μας φυλάει!
κουτσουμπός, ο : ο λειψός, ο ατελής
κουφαβλίζω : δεν ακούω καλά
κωλιά, η : ξυλιά στον πισινό με την παλάμη ( άρπαξε το παιδάκι και το άρχισε στις κωλιές ! )
κωλοκόβω , συνήθως κωλοκόπηκα = στραπατσάρησα τη μέση μου σηκώνοντας κάποιο βάρος
“σήκωσα ένα σακί ζάχαρη και κωλοκόπηκα!"
αλλά και σαν απειλή: "θα έρθω εκειδά και θα σε κωλοκόψω αναθεματισμένο!"
κωλολαμπούσα, η : η πυγολαμπίδα
Λαβουμάνος : λεκάνη, νεροχύτης, νιπτήρας
Λαβώνω : μτφ βρίζω, καταριέμαι κάποιον.
"Μωρή, άμα το μαθει η μάνα σου πως κάψαμε το τραπεζομάντηλο θα μας λαβώσει..."
Λαγός : η τοπική πορτοκαλάδα. "φερε μου μια Λαγού(πορτοκαλαδα). Από το παρατσούκλι "Λαγός" του Κώστα Παδιά που είχε το αντίστοιχο εμφιαλωτήριο τοπικών αναψυκτικών.
Λάντα, η : λακούβα με νερό
“Έπεσα σε μια λάντα κι έγινα χάλια!"
Λέζος, ο: Η ξύλινη τάπα στο κοίλο της βάρκας.
Λέχομαι, να λεχτώ, λέχτηκα : επιθυμώ κάτι (συνήθως για φαγητό). Λέχτηκα κάτι κατημέρια, τώρα δα...
λίμπουνας, ο: φυτό που οι καρποί του θυμίζουν αρακά. Ο Φουρνιώτικος ...ορός της αλήθειας !
Κατά την τοπική παράδοση, αν σου δώσω να πιεις λίμπουνα και μου λες ψέμματα, θα πρηστείς !
Λοαρίδι, το: η αράχνη
"Καααα! Γιάε ένα λοαρίδι στο ντουβάρι!"
Λοξός: ο δύστροπος χαρακτήρας, ο παράξενος
λουβιάρης : αρρωστιάρης (βλέπε λούβα, στις κατάρες )
Λουβίδα : φυτό από τα ψυχανθή (οσπρια) που μοιάζει με τη φάβα (τα αρχαιοελληνικά λούπινα ; )
Λούσπα, αλλά και ρούσπα (επίρρ) : βράχηκα πολύ, έγινα μούσκεμα.
"Ήγινα ρούσπα στον ιδρώτα ! "
λωλαμός, ο : τρέλα, φασαρία, πανζουρλισμός.
"Είχε πολύ κόσμο ! Σκέτος λωλαμός σου λέω !"
"Θα με πιάσει λωλαμός,Παναγία μου, μ' αυτά που ακούω!"
Λωλοπαδιέρα, η : ο τρελλός, ανισσόροπος άνθρωπος
(από το ιταλικό παντιέρα : σημαία )
Μαϊσίλι, το: κέρμα ξένων χωρών, που μαζεύαμε μικροί από τους ναυτικούς πατεράδες μας.
Μαϊτζέβελος [βολικός, ευκολομεταχείριστος]: μαϊζούβελος, κυρίως για εργαλεία.
Μάνι-μάνι : γρήγορα, βιαστικά, πρόχειρα
Τελειώσαμε μανι-μανι τα φοινίκια για να προκάνουμε το φούρνο.
Το βικιλεξικο λέει οτι η έκφραση προέρχεται απο την ιταλικη λέξη mano = χέρι.
μετακυλήσω (θα): θα ξανααρρωστήσω με πυρετό, θα ξαναπέσω στο κρεββάτι με υποτροπή του πυρετού. Συνήθως μετά από κάποια ίωση με πυρετό, όταν η θαρραλέα μητέρα βγάζει πιο νωρίς το παιδί στο δρόμο, η ανήσυχη γιαγιά της γκρινιάζει:
"Μην το βγάζεις, μωρή, το παιδί τόσο νωρίς έξω, θα μετακυλήσει!"
μισερός : ο ανάπηρος, ανήμπορος, σακάτης
μισερώθηκα : σακατεύτηκα
μουζαλιά, η: μουτζούρα
Μπαζάρω : πηγαίνω κάπου μακριά, με την έννοια του καταλήγω κάπου μακριά μετά απο πολύ περπάτημα
"ψάχνανε τα ρίφια και από την Πλαγιά μπαζάρανε στη Βάρδια ! “
“ψάχνανε κάτι αθλητικά παπούτσια κι από τον Πειραιά μπαζάρανε στην Καλλιθέα.
μπόρει: φουρνιώτικη ευκτική, δηλώνει επιθυμία και πιθανότητα, μάλλον με την έννοια του "μήπως και"
"Να κάτσετε φέτος τις γιορτές στον Περαία, μπόρει έρθουμε κι εμείς, μωρή κόρη!"
"Άντε να φτιάξει ο καιρός, μπόρει πάμε καμιά φορά στην Ικαρία!”
Μπούζι, το: το πολύ κρύο νερό. Από την τούρκικη λέξη buz, που σημαίνει πάγος.
"Πω,πω,πω! Μπούζι το νερό σήμερα!"
Χαρακτηριστική φράση, ειδικά για όσους κολυμπάνε κατά Πετροκοπιό μεριά.
Μπουλιστρίνα (η): χρηματικο δώρο στα μικρά παιδιά από νονούς και λοιπους συγγενείς κατα την περιοδο των εορτών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά)
Μπρόλοος, ο : ο ετοιμόλογος, ο αυθάδης, ο γλωσσάς
"Δε μπορείς να του πεις και τίποτα, είναι πολύ μπρόλοος, αμέσως θα σου την πει…"
ντάμι, το: ο αχυρώνας.
Ντεϊνέκι, το: ο ξυλοδαρμός.
"Να πεσετε για ύπνο αμέσως γιατί θα πέσει ντεϊνέκι!"
Ντύνου (ντύσου) και πλύνου (πλύσου) !
Πχ : Άντε, ντύνου να φύγουμε !
Φουρνιώτικες συνοπτικές προστακτικές.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο ομιλητής επιλέγει να αντικαταστήσει το ξεκαθαρα στιγμιαίο σίγμα με το νι που έχει περισσότερη χρονική διάρκεια.
Ξεσπάστηκα : πετάχτηκα ξαφνιασμένος, ξαφνιάστηκα.
" Είδα ένα γέρο στον Πειραιά και ξεσπάστηκα ! Ίδιος ο μακαρίτης ο θείος μου !"
ξε(ν)ταφιάστηκα : κουράστηκα υπερβολικά, καταπονήθηκα
ξεταράζω: ξεπλένω απο τη σαπουνάδα πιάτα ή ρούχα
“Αργείς Μαράκι;”
“Όχι θεία, ξεταράζω τα πιάτα κι έρχομαι!"
Ξορνιάζω (να ξορνιάσω) : διώχνω, τρέπω σε φυγή πουλιά ή ζώα και μτφ ανθρώπους . Πιθανώς από το όρνιο.
"Βγήκε η θεία με τη σκούπα και τα ξόρνιασε τα μικρά που κάνανε φασαρία.”
“Ξορνιαστήκανε τα κατσίκια!”
Ξυκάδια : τα ...ενοχλητικά χέρια κάποιου ! Πχ "παρτε τα ξυκάδια σας απο δω..."
όκια : τα μάτια ( από τα ιταλικά). Συνήθως ως βρισιά που ακολουθεί τη μούντζα : "Να μες στα όκια σου ! "
Παστελώνω: δέρνω "Θα σου τις παστελώσω!”.
Από το γλυκό παστέλι, μάλλον ειρωνικά, με την έννοια ότι θα σε ...γλυκάνω από την ανάποδη !!!
Πεζερίζω ( αόρ. ηπεζέρισα) : δυσκολεύομαι, ζορίζομαι να κάνω κάτι (γεμίσαμε το βαρέλι με νερό και μετά ηπεζερίσαμε να το φέρουμε πίσω ! )
Περίδρομος : το χείλος στο βαθύ πιάτο των Βυζαντινών. Όταν κάποιος έβαζε πολύ φαγητό στο πιάτο κι αυτό ξεχείλιζε (έτρωγε δλδ πολύ ) έλεγαν οι βυζαντινοί ότι “ αυτός έφαγε τον περίδρομο ! “. (Ε. Γλυκατζή-Αρβελέρ)
Στα φουρνιώτικα η έκφραση έχει διατηρήσει αυτή τη σημασία :
έφαγες τον περίδρομο ! (έφαγες πολύ ! )
περιδρόμιασε εκεί δα το φαγητό σου ! ( φάε το φαϊ σου ! )
αλλά έχει αποκτήσει κι άλλη έννοια :
“Περίδρομος !” και “ Περίδρομος να σε/σας κόψει !” ( σκάσε, σκάστε ! = μη μιλάς, μη μιλάτε ! ) .
Πιθανώς το “ σκάω = τρώω πολύ “ εξισώθηκε με το “σκάω = σωπαίνω “ και γιαυτό ο περίδρομος, η ισοδύναμη έκφραση της πρώτης περίπτωσης, χρησιμοποιείται και στις δυο περιπτώσεις.
πέτε μου τετο και πέτε μου το : πείτε το μου !
Πηδήκλα : τρικλοποδιά. "θα σε καρτερω στο καντουνι να σου βαλω πηδήκλα για να σε μπλαστρωσω καταχαμα!"
"πιάνω ντούκια" : φτάνω στο βυθό της θάλασσας με βουτιά ( ελεύθερη κατάδυση ) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.
"πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά ;” = φτάνεις το βυθό σε αυτό το σημείο ;
πίνα: οστρακοειδές θαλασσινό
πινολός : σύνεργο με το οποίο βγάζουμε τις πίνες
πιταρίδα, η : ο πλαστης
Ποδαρώνω : στέκομαι στα πόδια μου. "ηποδαρωσε(εκανε τα πρωτα του βηματα) ηποδαρωσε και το μικρο και παμε καμια βολτα"
Ποντικολός : μη δηλητηριώδες φίδι με καφετί χρώμα που ονομάστηκε έτσι γιατί τρώει ποντίκια.
πόρος, ο : το πέρασμα, μεγάλη ξύλινη πόρτα που κλείνει το χωματόδρομο όταν αυτός διασχίζει αλιόρες (για να μη βγαίνουν τα κατσίκια έξω )
Που να σε ξεβγάλει ο Σκινιδιώτης : άκρως ανατριχιαστική κατάρα, που μάλλον έχει να κάνει με πνιγμό...Σκινιδιώτης είναι η απόκρημνη πλαγιά κι ο αντίστοιχος ορμίσκος μπροστά από το νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας, όπου παλιά χρησίμευε σαν χωματερή για σκουπίδια. Επειδή τη βλέπει ο Βοριάς , συχνά ξεβράζει ναυάγια
Που να σε φάει : (κατάρες)
1. ο μαυρομύτικος σκούλουκας ,
2. η λούβα : δερματική ασθένεια, πιθανότατα η λέπρα
3. η φάουσσα ( επίσης και το : “ μάνα, φάουσσα Παναγία μου !” = σκάσε, σκάστε ! )
Που να σου' ρθει : (κατάρες )
1. Κονταριά : το εγκεφαλικό επεισόδιο, το καρδιακό επεισόδιο - γενικά, ο αιφνίδιος θάνατος !
2. συφόρεση : το εγκεφαλικό επεισόδιο
Πού-φου ! : επιφώνημα αηδίας για δυσάρεστες οσμές !
Πρωτινός: παλιός, περασμένος
Η λέξη αυτή, αν και όχι άγνωστη στα ελληνικά, ήταν σε ευρεία χρήση στους Φούρνους για να περιγράφει τους παλιους κατοίκους και έθιμα:
"Α, οι Πρωτινές (Φουρνιωτίνες) συνηθιζαν να φτιάχνουν τα φοινίκια (μελομακάρονα) χωρίς σιρόπι!"
"Τα πρωτινά χρόνια οι νιόπαντροι πηγαίνανε στη Μέσα Βρύση να πιουν νερό, μετά την Εκκλησία (την τελετή του γάμου)”
Ρημάδια : τα ...ενοχλητικά χέρια ! " Μάζεψε τα ρημάδια σου, είμαι αρρεβωνιασμένη !"
ρημαδιασμένη, η: το αντρικό μόριο, πέος
Ροσόλα, η : το κουφέτο στις μπομπονιέρες
Σαλαουριάστηκα : σωριάστηκα, έπεσα κάτω άτσαλα ( “πάτησα τα νερά και σαλαουριάστηκα μέσα στο καμπινεδάκι “)
σαμιαμίδι : μικρή ροζ σαύρα στους τοίχους των σπιτιών που τρώει έντομα , μτφ ο μικρόσωμος άνθρωπος
Σαρταίνω: Φουρνιώτικο ...σαλτάρω. Στα φουρνιώτικα συχνά το λάμδα γίνεται ρο κι έτσι το σαλτάρω γίνεται σαρτάρω και μετά - σαρταίνω.
Κα, γιάε το (για δες το) πώς σαρταίνει!
Σήκου ! : Σήκω ! "Σήκου μωρή τεμπέλα να πλύνεις κανένα πιάτο !"
σκαμπάζω :
- γνωρίζω - τα καταφέρνω σε κάποια τεχνη ή γνωστικό αντικείμενο. Ίσως απο το αρχ.σκαμβός-τυφλος,στραβος
"Παιδιά δε σκαμπάζω τίποτα από χημεία "
" Ρε Θανάση, σκαμπάζεις τίποτα από μοτεράκια ; "
σκάνταλος, ο : ο σκανταλιάρης ( α, ο γιος μας είναι πολύ σκάνταλος )
Σκαρμός, ο: Το ξύλινο υπομόχλιο στα πλευρά της βάρκας, πάνω στο οποίο δένεται το κουπί, για να κωπηλατήσει κάποιος
Σκαρμώνω (να σκαρμώσω, ρήμα για άντρες...): Έχω στύση, μου σηκώνεται…Μου έγινε σκληρό όπως ο σκαρμός.
Συνήθως η έκφραση είναι κάπως έτσι : "Κοίτα πώς μου σκαρμώθηκε πάλι !"
Σκάστηκα! : ...Φουρνιώτικος αόριστος της παθητικής φωνής του ρήματος σκάω. Πρόκειται για Φουρνιώτικο υπερθετικό βαθμό που υποδηλώνει ότι ο ομιλών έφαγε πολύ!
Ισοδύναμη έκφραση είναι το "έφαγα τον περίδρομο!"
"Ουφφφ, σκάστηκα!"
"Εεε, μα πια, σταμάτα κι εσύ! Έφαγες τον περίδρομο!
Σκουλί, το= τούφα μαλλιών
Θα σε ξεσκουλίσω ! : θα σε ξεμαλλιάσω !
σμύνερα: σμέρνα
Σούδα : στενό δρομάκι
σουλουμάδια: τα καλλυντικα των γυναικων
Σουλουμάρω : κλέβω, βουτάω
"Μου σουλουμάρανε τη φραγγαρόλα"
σουλουντράνι, το : υδροροή
Σούρδα, η : διάρροια
Βλέπω την ξαδέρφη μου την Λαμπρινή, που κάνει βόλτα και μαζεύει κούμαρα και μού'ρθε αμέσως να της πω:
"Πρόσεχε τι τρως, μην είναι κι άπλυτα, μη σε πάει καμιά σούρδα!"
Σουφικό : φαγητό με κηπευτικά, ικαριακής προέλευσης, παραπλήσιο με το ιμάμ μπαϊλντί
Σπουρδάω : σπαρταράω (συνήθως για μικρά πουλιά)
Στριφώνω: τεχνική στο ραψιμο ρουχων
Στουώνω ( αόρ. στούωσα ) : γεμίζω με καπνό (Άνοιξε την πόρτα γιατί στούωσε το κουζινάκι ! )
Συγκούρβουλοι : όλοι μαζί !
Συκαλιάζω: δέρνω
Θα σε ...συκαλιάσω !
Πιθανώς με την έννοια του θα σε κάνω μαλακό σαν το σύκο από το ξύλο
συκαμινιά: μουριά
συκάμινα: μούρα
Συμμαζεύομαι :
1. συγκεντρώνομαι ...τι μου συμμαζευτήκατε δωνα όλοι οι χασομέριδες και χάσκετε...
2. Σουλουπώνομαι, φτιάχνω τα ρούχα, τη συμπεριφορά μου κοκ
σύσκατος : ο χεσμένος μέχρι τα μπούνια, ο μες στα σκατά. Μτφ ο πολύ λερωμένος.
"τα έκανες σύσκατα ! " : τα' κανες χάλια !
Συστηλώνομαι : Σουλουπώνομαι, φτιάχνω τα ρούχα, τη συμπεριφορά μου κοκ . "Αυτός ο αραβωνιαστικός δεν ήτανε συστηλωμένος =δεν ήταν λογικός, έντιμος κτλ "
Σύχειλα : τα χείλια. "Α σου δωσω μια μες στα σύχειλα...α το ξαναπεις???"
Σωρός, ο : μεγάλος σωρός από χινοπόδια, σε σχήμα κόλουρου κώνου και ύψος ως 10 μέτρα περίπου. Τον ανάβουμε το βράδυ του Μ. Σαββάτου, στην Ανάσταση για να σηματοδοτήσει το χαρμόσυνο νέο. Τις εβδομάδες πριν το Πάσχα τα παιδιά του νησιού εξορμάνε στους λόφους και μαζεύουν αυτούς τους θάμνους, που συγκεντρώνονται σε ένα οικόπεδο. Ο Σωρός φτιάχνεται το πρωί του Μ. Σαββάτου. Καμιά φορά στη βάση του έβαζαν και κάποια παλιά, άχρηστη βάρκα για να καεί. Από δω κι η έκφραση : “ ο μπότης σου κάνει μόνο για το ...Σωρό ! “
"τα χρειάστηκα ! " : έκφραση που λέμε όταν τρομάζουμε ή φοβηθούμε για κάτι
"αχ κουμπάρα, μ’ έπιασε ένας πόνος εδωνά, άπαπα τα χρειάστηκα !
Ταμπούκιο : η γέφυρα των καικιών
Τεζάκι και τέζος : το ταμείο του καφενείου. " θα σε στείλω στον τέζο ! "= θα σε κάνω να πληρώσεις, θα χάσεις το στοίχημα
τζεβλίζω : κουτσαίνω
Την κακή σου μέρα ! : (κατάρα – προφέρεται : τη γκακή σου μέρα ! )
Τζάχαρη : η ...Χρυσομιλιώτικη ζάχαρη. Στα Χρυσομιλιώτικα παρατηρειται το εξης παραδοξο: όπου υπάρχει ζ γίνεται τζ και το ανάποδο ! Έτσι η ζάχαρη γίνεται τζάχαρη και το τζάμι – ζάμι, το ρύζι – ρύτζι, το τζάκι – ζάκι, το τζάμπα – ζάμπα κοκ
τζέτα, η : τρόπος ψαρέματος με τη συνεργασία πολλών ψαρόβαρκων, που κυκλωνουν τα ψαρια σε εναν κόλπο
τρικό, το : το εσώρουχο φανελάκι
τρούλος : η μεγάλη πέτρα, η κοτρώνα
τσακατεύω : σακατεύω
"φαε το φαϊ σου γιατι θα σε τσακατέψω!!!"
τσιγκούρι (το) μέρος που ξερνάει νερό .Σύμφωνα με ετυμολογία του Μιχάλη Σκανδαλίδη, εκπαιδευτικού ονοματολόγου, <τσιγκρά και τσυγκρά <ζυγκρός <ζυγρός <δίυγρος (εντελώς υγρός)
“Αντέστε στο Σωρό, στο Τσιγκούρι στο νερό!"
Τσιμπάρι : ο γκρεμός
τσιμπαρώθηκα : έμπλεξα στα δύσβατα
τύλα ! και τύλαε ! =τύλιξε, τύλιγε !
"τύλα την πετονιά!"
Τσουκνώνω: καίω το φαγητό. Συνήθως λέγεται για την απρόσεκτη νοικοκυρά που καίει το φαγητό, όχι τελείως, αλλά ίσα να κολλήσει στον πάτο του τσουκαλιού και να δώσει την άσχημη μυρωδιά του καμμένου (η λεγομενη τσούκνα). Πιθανότατα προέρχεται από την τσίκνα.
"Πάλι τσούκνωσα τα φασολάκια, μωρή Κατίνα!”
φακά, τα : ο ...πληθυντικός του φακού !
"Φέρατε τα φακά σας ;"
φαλάγκι : κορμός από δέντρο για το τράβηγμα των καικιών από τη θάλασσα. Τα φαλάγκια τοποθετούνταν το ενα δίπλα στο άλλο και πάνω τους συρρονταν η καρίνα του καικιού.
Μας πήρανε φαλάγκι : μας έτρεψαν σε άτακτη φυγή (όπως ακριβώς τα φαλάγκια συνεχίζουν την ακανονιστη κατρακύλα τους προς τη θάλασσα , αφού το καίκι που κυλούσε πάνω τους, έχει ήδη πέσει μέσα στο νερό)
φαλάγκωσα :γλύστρησα
φανάρι,το : μεταλλικό κουτί που κρεμόταν συνήθως από το ταβάνι και στο οποίο συντηρούσαν τα τρόφιμα. Πρακτικά ήταν ένας μεταλλικός σκελετός και τα πλαϊνά του ήταν από μεταλλική σίτα, για να αερίζεται και να μένει δροσερό το περιεχόμενο.
Φαούδι, το : μτφ ο γκρινιάρης άνθρωπος ( Μ' έφαγες με τη γκρίνια σου, φαούδι ! ). Πρόκειται για πουλί του οποίου το κρώξιμο (ένα ανατριχιαστικό “φάου, φάου”) στις ρεματιές, θεωρούνταν κακός οιωνός. Πρέπει να είναι κάποιο είδος κουκουβάγιας ή μπούφου.
Φέουδο : μτφ, ο τουπές, ο αέρας, η αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος
"Έχει ένα φέουδο αυτή !"
φοκάδι : πλεχτό καλαθάκι, σε σχήμα κόλουρου κώνου μέσα στο οποίο φτιάχνεται η μυτζήθρα
Φραγγαρόλα, η : ειδικό πολυάγκιστρο για ψάρεμα χταποδιών
χαέρι, το: η προκοπή
χαερλής : ειρωνικά ο ανεπρόκοπος..
Χαζίρεψέ τα! : ετοίμασέ τα! (Πηγή: Αιμίλιος Μαρκάκης)
χαζίρι < οθωμανική τουρκική hazır < αραβική حاضر (hādir, "έτοιμος")
Χινοπόδι : ο αγκαθωτός θάμνος του νησιού
μη χολιάς! :από τη χολή- μην πικραίνεσαι, μη στεναχωριέσαι
χτικιό, το : η φυματίωση και μτφ ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
Χοροβαγγελίζομαι: ειρωνική έκφραση για κάποιον που πάει να χορέψει, όταν οι περιστάσεις είναι ανάρμοστες!
"Κοίτα τηνε πάλι! Ακόμη δεν έκλεισε το χρόνο του πεθερού της (ένα χρόνο πένθους από το θάνατο του πεθερού της) και τρέχει τώρα στο πανηγύρι του Αη Γιάννη να χοροβαγγελίζεται όλη νύχτα!
Δεν ξέρω πώς ακριβώς προέκυψε αυτό το "πάντρεμα" των δύο ρημάτων (χορεύω και ευαγγελίζομαι-φέρνω ευχάριστες ειδήσεις, υπόσχομαι), για να προκύψει αυτό το σύνθετο ρήμα με την ειρωνική χροιά.
Πιθανώς να σχετίζεται με τη λαϊκή μας παράδοση, όπου συνήθως τα πανηγύρια κι οι χοροί που τα συνόδευαν, ήταν συνδεδεμένα με θρησκευτικές γιορτές και συνήθως ο εκκλησιασμός κι η αντίστοιχη Λειτουργία, προηγούνταν του ξεφαντώματος.
Φουρνιώτικη Γραμματική
Συχνά τα σύμφωνα αλλάζουν μεταξύ τους και
το λ γίνεται ρ : Μιρτιάδης ( Μιλτιάδης) κι ανάποδα : φλούριο (φρούριο)
το γ γίνεται λ : σουλιάς ( σουγιάς )
το τ γίνεται θ : μάθια ( μάτια), γανουθιά (γανουτιά)
"Τις άντρες μας τις προσέχουμε πολύ!”: οι Φουρνιώτες συχνα χρησιμοποιούν την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού γενους για το αρσενικό. Τις γλαροι, τις αντρες κοκ. Το συνανταμε και στην παρακάτω στροφή του ποιήματος “Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου” του Βάρναλη:
"— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
— Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
— Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!"